- διπλομανταλώνω
- διπλομαντάλωσα, διπλομανταλώθηκα, διπλομανταλωμένος, μανταλώνω δύο φορές, ασφαλίζω καλά: Κάθε βράδυ διπλομανταλώνει την εξώπορτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.